ερεύγομαι

ερεύγομαι
1. μετ. , αμετ. отрыгивать;
2. αμετ. рвать, вырывать;

ερεύγεται — его рвёт;

3. μετ.
1) извергать, изрыгать;

ερεύγομαι πύρ και λάβα — извергать огонь и лаву;

2) перен изрыгать (хулу, оскорбление и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ερεύγομαι" в других словарях:

  • ἐρεύγομαι — belch out pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερεύγομαι — (I) και ρεύομαι (Α ἐρεύγομαι) αποβάλλω, βγάζω από το στόμα αέρια τού στομαχιού ή και μέρος από τις άπεπτες τροφές, ρεύομαι αρχ. 1. (για τη θάλασσα) ξεσπώ σε αφρούς, σε κύματα πάνω στην ξηρά, χτυπώ στα βράχια και αφρίζω 2. (για ηφαίστεια και… …   Dictionary of Greek

  • ἐρευγομένων — ἐρεύγομαι belch out pres part mp fem gen pl ἐρεύγομαι belch out pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρευγόμεθα — ἐρεύγομαι belch out pres ind mp 1st pl ἐρεύγομαι belch out imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρευγόμενον — ἐρεύγομαι belch out pres part mp masc acc sg ἐρεύγομαι belch out pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεύγου — ἐρεύγομαι belch out pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐρεύγομαι belch out imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυγόντα — ἐρεύγομαι belch out aor part act neut nom/voc/acc pl ἐρεύγομαι belch out aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρύγῃ — ἐρεύγομαι belch out aor subj mp 2nd sg ἐρεύγομαι belch out aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤρυγον — ἐρεύγομαι belch out aor ind act 3rd pl ἐρεύγομαι belch out aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρευγομένη — ἐρεύγομαι belch out pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρευγομένην — ἐρεύγομαι belch out pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»